βερνίκι, το
Ερμηνεία:
[ελαιώδες συνήθως παρασκεύασμα, το οποίο αλείφεται σε ξύλινες ή μεταλλικές ή άλλες επιφάνειες και τις βάφει, στιλβώνει και προστατεύει. Καλλυντικό που επιστρώνεται στο πρόσωπο για τον εξωραϊσμό του]
Ετυμολογία:
[< το βερνίκιον < Μεσαιων. Λατιν. vernicium]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα ... [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|